Καλημέρα.
Επειδή όσοι δεν κατάφεραν να έρθουν εχθές στεναχωρήθηκαν, θα σας περιγράψω με λίγα λόγια πώς ήταν.
Το μαγαζί ένα παλιομάγαζο με κάτι απαίσια μεγάλα τραπέζια, απαίσια στρωμένα με κάτι απαίσια παλιοκρυστάλλινα ποτήρια, βρώμικα μαχαιροπήρουνα και κάτι εκρού παλιοπετσέτες.
Οι καρέκλες παλιοάνετες μέχρι που πιανόμασταν και ανά πέντε λεπτά σηκωνόμασταν για να ξεπιαστούμε.
Τα γκαρσόνια με κάτι απαίσιες παλιογραβάτες σε αγριοκοίταζαν μόλις τα καλούσες για να ζητήσεις κάτι.
Το φαγητό απαίσιο. Έπρεπε να τραβάει ένας από δω κι ένας από κει για να καταφέρεις να φας το παλιοψαρονέφρι σου. Το δε σουβλάκι ξιφία που πήραν άλλοι μόνο τη μύτη του ξιφία δεν είχε. Κι αυτή η σαλάτα με την παλιοσώς αηδία.
Τα δε πιάτα τα πέταγαν από μακρυά (σαν φρίσμπι) και αν ήσουν προπονημένος και έπιανες το πιάτο στον αέρα, έτρωγες. Διαφορετικά προσπαθούσες να φας των άλλων.
Το κρασί σε ένα παλιομαύρο μπουκάλι και κατακόκκινο, σκέτη αηδία. Εγώ πήρα παλιομπύρα η οποία ήταν τόσο ζεστή εξαιτίας του ψυγείου που είχε χαλάσει που στη σέρβιραν με ένα παγωμένο ποτήρι μαζί.
Τα γλυκά; Κάτι παλιοσοκολατίνες, κάτι παλιο κρεμ μπουλέ και τέτοια. Τίποτα!
Και ο καφές: παλιοεσπρέσσο, παλιοελληνικούς, παλιοκαπουτσίνο, βλακείες όλοι.
Αμ η "θέα" του μαγαζιού! Κάτι άσπρες παλιοβάρκες που είχαν δέσει στη μαρίνα οι ψαράδες δεν μας άφηναν να δούμε ούτε τόσο δα από την έτσι κι αλλιώς βρωμερή παλιοθάλασσα.
Κι αυτό το παλιοαεράκι που σήκωνε την παλιοάμμο και στην τίναζε στα μούτρα ήταν θάνατος και επιπλέον έπρεπε να προφυλάξουμε και το παλιοφαγητό για να μπορέσουμε να το φάμε. Τα δε παλιοάσπρα κεριά συνέχεια έπρεπε να τα ανάβουμε γιατί έσβηναν και δε βλέπαμε τη μύτη μας.
Άσε που είχε και πολλούς παλιοξένους που έτρωγαν εκεί και φοβόμασταν για τον παράξενο ιό που κυκλοφορεί τελευταία.
ΤΕΛΙΚΑ καλά που δεν ήρθατε! Σωθήκατε!
Αλλά μην το ξανακάνετε γιατί πραγματικά ... μας λείψατε όλοι!!!
Φιλιά σε όλους, γνωστούς και αγνώστους.
Επειδή όσοι δεν κατάφεραν να έρθουν εχθές στεναχωρήθηκαν, θα σας περιγράψω με λίγα λόγια πώς ήταν.
Το μαγαζί ένα παλιομάγαζο με κάτι απαίσια μεγάλα τραπέζια, απαίσια στρωμένα με κάτι απαίσια παλιοκρυστάλλινα ποτήρια, βρώμικα μαχαιροπήρουνα και κάτι εκρού παλιοπετσέτες.
Οι καρέκλες παλιοάνετες μέχρι που πιανόμασταν και ανά πέντε λεπτά σηκωνόμασταν για να ξεπιαστούμε.
Τα γκαρσόνια με κάτι απαίσιες παλιογραβάτες σε αγριοκοίταζαν μόλις τα καλούσες για να ζητήσεις κάτι.
Το φαγητό απαίσιο. Έπρεπε να τραβάει ένας από δω κι ένας από κει για να καταφέρεις να φας το παλιοψαρονέφρι σου. Το δε σουβλάκι ξιφία που πήραν άλλοι μόνο τη μύτη του ξιφία δεν είχε. Κι αυτή η σαλάτα με την παλιοσώς αηδία.
Τα δε πιάτα τα πέταγαν από μακρυά (σαν φρίσμπι) και αν ήσουν προπονημένος και έπιανες το πιάτο στον αέρα, έτρωγες. Διαφορετικά προσπαθούσες να φας των άλλων.
Το κρασί σε ένα παλιομαύρο μπουκάλι και κατακόκκινο, σκέτη αηδία. Εγώ πήρα παλιομπύρα η οποία ήταν τόσο ζεστή εξαιτίας του ψυγείου που είχε χαλάσει που στη σέρβιραν με ένα παγωμένο ποτήρι μαζί.
Τα γλυκά; Κάτι παλιοσοκολατίνες, κάτι παλιο κρεμ μπουλέ και τέτοια. Τίποτα!
Και ο καφές: παλιοεσπρέσσο, παλιοελληνικούς, παλιοκαπουτσίνο, βλακείες όλοι.
Αμ η "θέα" του μαγαζιού! Κάτι άσπρες παλιοβάρκες που είχαν δέσει στη μαρίνα οι ψαράδες δεν μας άφηναν να δούμε ούτε τόσο δα από την έτσι κι αλλιώς βρωμερή παλιοθάλασσα.
Κι αυτό το παλιοαεράκι που σήκωνε την παλιοάμμο και στην τίναζε στα μούτρα ήταν θάνατος και επιπλέον έπρεπε να προφυλάξουμε και το παλιοφαγητό για να μπορέσουμε να το φάμε. Τα δε παλιοάσπρα κεριά συνέχεια έπρεπε να τα ανάβουμε γιατί έσβηναν και δε βλέπαμε τη μύτη μας.
Άσε που είχε και πολλούς παλιοξένους που έτρωγαν εκεί και φοβόμασταν για τον παράξενο ιό που κυκλοφορεί τελευταία.
ΤΕΛΙΚΑ καλά που δεν ήρθατε! Σωθήκατε!
Αλλά μην το ξανακάνετε γιατί πραγματικά ... μας λείψατε όλοι!!!
Φιλιά σε όλους, γνωστούς και αγνώστους.
"Μακριά εκεί στο ηλιόφωτο, βρίσκονται οι υψηλότερες προσδοκίες μου... Ίσως να μην μπορέσω να τις αγγίξω ποτέ… Μπορώ όμως ελεύθερα, να κοιτάζω ψηλά και να βλέπω την ομορφιά τους, να πιστεύω σ' αυτές και να προσπαθώ να τις φτάσω..."